ανεπιθεώρητος

ανεπιθεώρητος
-η, -ο
αυτός που δεν επιθεωρήθηκε από κάποιον ανώτερό του: Πολλοί καθηγητές είναι ανεπιθεώρητοι δύο και τρία χρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπιθεώρητος — not overlooked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπιθεώρητος — η, ο (Α ἀνεπιθεώρητος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη αρχή αρχ. ο ανεξέλεγκτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπιθεωρήτου — ἀνεπιθεώρητος not overlooked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”